- ηπιως
- ἠπίως1) кротко, ласково
(ἐννέπειν Soph.; ἔχειν πρός τινα Dem., Plut.)
2) мягко, спокойно(ἀμείβεσθαι πρός τινα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐννέπειν Soph.; ἔχειν πρός τινα Dem., Plut.)
(ἀμείβεσθαι πρός τινα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἠπίως — ἤπιος gentle adverbial ἤπιος gentle masc acc pl (doric) ἤπιος gentle adverbial ἤπιος gentle masc/fem acc pl (doric) ἠπιόω feel easier imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… … Dictionary of Greek